- ὀψοπόνος
- ὀψο-πόνος, ον,A dressing food elaborately, AP6.306.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οψοπόνος — ὀψοπόνος, ον (Α) μάγειρος που παρασκευάζει εδέσματα με πολλή φροντίδα και τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «έδεσμα, τροφή» + πόνος (< πόνος < πονῶ), πρβλ. γεωπόνος] … Dictionary of Greek
οὑψοπόνος — ὀψοπόνος , ὀψοπόνος dressing food elaborately masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek